- παρακαίρως
- παράκαιροςimmoderatelyadverbialπαράκαιροςimmoderatelymasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράκαιρος — η, ο / παράκαιρος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή αυτός που γίνεται με καθυστέρηση, άκαιρος, όψιμος, καθυστερημένος. επίρρ... παράκαιρα / παρακαίρως, ΝΑ νεοελλ. 1. σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα 2. με καθυστέρηση, εκπρόθεσμα αρχ.… … Dictionary of Greek